- τρυγοδίφησις
- -ιφήσεως, ἡ, Α(κατά τον Πολυδ.) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να βουτήξουν το κεφάλι τους μέσα σε λεκάνη γεμάτη μούστο και να βγάλουν κάτι έξω κρατώντας το στα χείλια τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + -δίφησις (< διφῶ), μέσω ενός ρ. *τρυγοδιφῶ].
Dictionary of Greek. 2013.